τετρακυκλίνη

τετρακυκλίνη
Κοινή ονομασία αντιβιοτικών, που απομονώνονται από καλλιέργειες μερικών ειδών Streptomyces, μικρομυκήτων που είναι πολύ διαδεδομένοι στη φύση· είναι δραστικά σε πολλά Γκραμ - θετικά και αρνητικά μικρόβια, στις ρικέτσειες και σε μερικούς ιούς μεγάλων διαστάσεων. Η ευρύτητα του φάσματος και η δραστικότητα τους διέδωσε πολύ γρήγορα τη χρήση τους στη θεραπευτική. Συνήθως χρησιμοποιούνται η κυρίως τ., η χλωροτετρακυκλίνη και η οξυτετρακυκλίνη που λαμβάνονται απευθείας από τις καλλιέργειες του Στρεπτομύκητα· πολύ διαδεδομένα τώρα πια είναι και μερικά ημισυνθετικά παράγωγα, στα οποία αποδίδονται μεγαλύτερες θεραπευτικές ιδιότητες και συχνά είναι πιο κατάλληλα για παρεντερική χορήγηση.
* * *
η, Ν
συν. στον πληθ. οι τετρακυκλίνες
(φαρμ.) κοινή ονομασία για την χλωροτετρακυκλίνη, την οξυτετρακυκλίνη, την τετρακυκλίνη, τη μεθακυκλίνη, τη δεμεθυλο-χλωροτετρακυκλίνη, τη ρολιτετρακυκλίνη και τη δοξυκυκλίνη, αντιβιοτικά που συντίθενται από διάφορα εδαφόβια είδη τού βακτηριακού γένους στρεπτομύκης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetracycline < tetracyclic (πρβλ. τετρακυκλικός) + κατάλ. -ίνη τής χημ. ορολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λυμεκυκλίνη — η (βιοχ.) αντιβιοτικό συγγενικό με την τετρακυκλίνη, το οποίο λαμβάνεται από τη δράση τής λυσίνης και τής φορμόλης επί τής τετρακυκλίνης …   Dictionary of Greek

  • ρολιτετρακυκλίνη — η, Ν (φαρμ.) ημισυνθετικό αντιβιοτικό, γνωστό και ως πυρρολιδινο μεθυλοτετρακυκλίνη, που έχει το ίδιο αντιβακτηριακό φάσμα με την τετρακυκλίνη, αλλά που, χάρη στη διαλυτότητά του, είναι ενέσιμο …   Dictionary of Greek

  • σιγμαμυκίνη — η, Ν (φαρμ.) εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος, αποτελούμενου από δύο αντιβιοτικά, την τετρακυκλίνη και την ολεανδομυκίνη, το οποίο είναι δραστικό εναντίον τών θετικών και αρνητικών κατά Γκραμ μικροβίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”